- διαφευκτικος
- διαφευκτικόςδια-φευκτικός3легко убегающий, ускользающий
(ὀλισθηρὸς καὴ δ. Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὀλισθηρὸς καὴ δ. Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαφευκτικός — διαφευκτικός, ή, όν (AM) ο ικανός να διαφεύγει … Dictionary of Greek
διαφευκτικός — able to escape masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)